- γεροντίαση
- ηαρρώστια που προσβάλλει νεαρά άτομα και τα κάνει να έχουν γεροντική εμφάνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεροντίαση — η η πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών η οποία οφείλεται σε θρεπτικές διαταραχές ή ενδοκρινολογικές αιτίες … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
γεροντομορφία — η η γεροντίαση … Dictionary of Greek
γεροντομορφισμός — ο η γεροντίαση … Dictionary of Greek
γεροντισμός — ο 1. ιδιοτροπίες και συνήθειες γέρου: Άρχισε από νωρίς τους γεροντισμούς. 2. γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντομορφία — η η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντομορφισμός — ο η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντονανισμός — ο η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)